- Φιλική Εταιρεία
- Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο κρίκο σε μια μεγάλη αλυσίδα εθνικών και συνωμοτικών κινήσεων, που άρχισαν σχεδόν αμέσως μετά την Άλωση και αποσκοπούσαν άλλοτε στην ιδεολογική προπαρασκευή των υπόδουλων και άλλοτε στην οργάνωση επαναστάσεων εναντίον των Τούρκων. Οι προσπάθειες αυτές απέκτησαν την οριστική τους μορφή στα τέλη του 18ου αι. και στις αρχές του 19ου, καταλήγοντας στην ίδρυση (συνήθως μεταξύ των απόδημων Ελλήνων) εκπαιδευτικών και πατριωτικών οργανώσεων, όπως η Εταιρεία των Φίλων (Βουκουρέστι), ο Φοίνιξ (Ρωσία, 1787), η Ελληνική Εταιρεία και το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (Παρίσι 1809) και η Φιλόμουσος Εταιρεία (Αθήνα 1813). Η ίδρυση της Φ.Ε. στηρίχτηκε στην πεποίθηση –διάχυτη στον ελληνικό κόσμο μετά τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των επαναστατικών κινημάτων που στηρίζονταν στους ξένους– ότι η εθνική αποκατάσταση θα έπρεπε να στηριχτεί στον αγώνα και στις θυσίες των ίδιων των Ελλήνων, και όχι, όπως νόμιζαν άλλοτε, εις την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων. Οι εμπνευστές επίσης της Εταιρείας πίστευαν ότι οι περιστάσεις επέβαλλαν την επίσπευση της επαναστατικής δράσης και όχι την αναβολή, την οποία θεωρούσαν μακροπρόθεσμα περισσότερο αποτελεσματική όσοι προτιμούσαν να προηγηθεί η πνευματική ακμή και η πολιτική ωρίμαση του υπόδουλου ελληνικού λαού.
Η αρχή της δραστηριότητας της Φ.Ε. συμπίπτει εξάλλου με την πτώση του Ναπολέοντα (Απρίλιος 1814), σε μια εποχή που η Ευρώπη φαινόταν να ξαναγυρνά στην προεπαναστατική περίοδο του συντηρητισμού και της απολυταρχίας. Τότε, τρεις Έλληνες μικρέμποροι, εγκατεστημένοι στην Οδησσό, ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο, ο Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα και ο Γιαννιώτης Αθανάσιος Τσακάλωφ, συμφώνησαν στην οργάνωση μυστικής οργάνωσης, της Εταιρείας των Φιλικών, η οποία θα αναλάμβανε να ετοιμάσει και να ολοκληρώσει αντιτουρκική επανάσταση στην Ελλάδα και σε άλλα υπόδουλα έθνη της Βαλκανικής. Οι συνεννοήσεις των τριών ιδρυτών κράτησαν περίπου τέσσερις μήνες και τερματίστηκαν συμβολικά στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, ανήμερα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (που θα συμβόλιζε έτσι την ανάσταση του Γένους). Στην αρχή δημιουργήθηκαν τρεις βαθμοί μελών της Φ.E.: οι βλάμηδες (αδελφοποιτοί, για τους χωρικούς), οι συστημένοι (κυρίως για τους μικρέμπορους ομογενείς), οι ιερείς και ποιμένες (για τους μορφωμένους) και οι αρχιποιμένες (για τους λίγους και εκλεκτούς). Καθιερώθηκαν επίσης και δύο στρατιωτικοί βαθμοί, οι αφιερωμένοι και οι αρχηγοί των αφιερωμένων. Η θέση της γενικής εποπτείας και αρχηγίας της Εταιρείας, που ονομάστηκε Αρχή, δεν πληρώθηκε από κανέναν και περιβλήθηκε με θρύλους: διαδιδόταν συστηματικά ότι την είχε αναλάβει ο τσάρος της Ρωσίας ή, τις πιο πολλές φορές, ότι ήταν αόρατη, πανίσχυρη και τρομερά εκδικητική σε όσους θα αψηφούσαν τους κανονισμούς της οργάνωσης και ακόμα σε εκείνους που θα προσπαθούσαν να τη γνωρίσουν. Καθιερώθηκαν επίσης κρυπτογραφική χρήση του αλφαβήτου, επίθετα, γράμματα ή αριθμοί που αντιστοιχούσαν σε επώνυμα και τοπωνύμια (όπως π.χ. Καλός: Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ανδρέας: Αριστείδης Παπάς, Αρμόδιος: Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας, 1: Ελλάδα, 4: Αθήνα, 94: Βερολίνο, 108: Αναγνωσταράς, 109: Ιωάννης Φαρμάκης, AB: Τσακάλωφ, ΑΓ: Σκουφάς, AΔ: Ξάνθος, AZ: Άνθιμος Γαζής, AH: Αθανάσιος Σέκερης, ΑΛ: Γεώργιος Λεβέντης κ.ά.), σύμβολα, πολύπλοκη ιεραρχία και συστηματικά μέτρα ασφαλείας για τη μυστικότητα των κινήσεων και την εχεμύθεια των μελών, τελετουργικές διαδικασίες και άλλοι τρόποι για την υποβλητικότερη μύηση, την ηθική δέσμευση των στελεχών, την εύκολη διάδοση της οργάνωσης και την εξασφάλιση της πίστης και του ενθουσιασμού των μελών της. Γι’ αυτό και οι ιδρυτές φρόντισαν και συνέδεσαν τη θρησκεία με την κατήχηση (ορκωμοσία πάνω στο Ευαγγέλιο κλπ.), ενώ παράλληλα υιοθέτησαν σε μεγάλο μέρος τα σύμβολα και τη διάρθρωση των τεκτονικών στοών που εγγυούνταν, με τη μακρόχρονη δοκιμασία τους, την επιτυχία στη συνωμοτική οργάνωση της Εταιρείας. Έτσι, σύντομα, η γοητεία του μυστηρίου από τη μια και η υπόσχεση για άμεση, προσεχή απελευθέρωση από την άλλη συνετέλεσαν ώστε, μέσα σε λίγο σχετικά χρονικό διάστημα (1814-20), να στρατολογηθούν από τη Φ.Ε. οι εκλεκτότεροι εκπρόσωποι του υπόδουλου έθνους, καθώς επίσης και μερικές από τις ηγετικές φυσιογνωμίες των άλλων λαών της Βαλκανικής (Σέρβων, Βουλγάρων και Ρουμάνων). Στην καλή λοιπόν οργάνωση μπορούμε να πούμε ότι οφειλόταν η επιτυχία των Φιλικών, σε σύγκριση με τις άλλες ανάλογες ελληνικές οργανώσεις (όπως π.χ. τη Φιλόμουσο Εταιρεία), που έμειναν ιδεαλιστικά κινήματα λογίων, χωρίς εθνικοπολιτικές προεκτάσεις.
Για τη λύση των πολλών και σοβαρών προβλημάτων που δημιούργησαν αμέσως στη Φ.Ε. η εξάπλωση και τα αναπόφευκτα έξοδά της, συστήθηκαν, κατά τα τέλη του 1818 και τις αρχές του 1819, εφορείες με διοικητική και ταμιευτική δικαιοδοσία. Εφορείες ιδρύθηκαν στην Κωνσταντινούπολη (Απρίλιος 1819), στη Σμύρνη, στη Σάμο, στη Xίο, στην Καλαμάτα, στην Ύδρα, στο Μεσολόγγι, στα Γιάννενα, καθώς επίσης και σε διάφορες πόλεις των παραδουνάβιων χωρών, όπου η οργάνωση είχε αναπτύξει την εντονότερη προπαγάνδα της.
Ο πολλαπλασιασμός εξάλλου των μελών είχε ως αποτέλεσμα επικίνδυνες ακριτομύθιες (στις παραμονές της Επανάστασης είχαν ατονήσει εντελώς και οι κανονισμοί και η μυστικότητα), καταχρήσεις από μερικούς διαχειριστές των ταμείων της Εταιρείας και αντιθέσεις μεταξύ διαφόρων στελεχών. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε στους αρχηγούς της Φ.Ε. φόβους για ενδεχόμενη αποκάλυψη της οργάνωσης και εξάρθρωσή της από τους Τούρκους. Κρίθηκε λοιπόν αναγκαίο να επιταχυνθεί η εκτέλεση των επαναστατικών της σχεδίων και η ανάθεση του έργου αυτού σε έναν ηγέτη με κύρος και μεγάλη υπόληψη στον ελληνικό κόσμο.
Έτσι, στις αρχές του φθινοπώρου του 1818, ο Ξάνθος στέλνεται από την Κωνσταντινούπολη (όπου στο μεταξύ είχε μεταφέρει το κέντρο της δράσης της η τριανδρία της Φιλικής) στην Πετρούπολη, με σκοπό να αποκαλύψει στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών του τσάρου Ιωάννη Καποδίστρια τους σκοπούς της Εταιρείας και να τον πείσει να αναλάβει την ηγεσία της και την αρχηγία του Αγώνα. Η πρόταση του Ξάνθου συνάντησε την άρνηση του Καποδίστρια, ο οποίος, γνωρίζοντας τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη απέναντι στα φιλελεύθερα και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των λαών και υπολογίζοντας τις συνέπειες μιας λαϊκής εξέγερσης (αιματηρά αντίποινα των Τούρκων, αντίδραση του τσάρου), προσπάθησε να πείσει τον εκπρόσωπο της Φιλικής για την ανάγκη να αναβληθούν οι επαναστατικές ενέργειες μέχρι να ανακύψουν καταλληλότερες περιστάσεις που να ευνοήσουν (από άποψη διπλωματική τουλάχιστον) τα σχέδια των Ελλήνων. Ο Ξάνθος αποτείνεται τότε στον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, πρόσωπο που είχε, όπως και ο Καποδίστριας, την εκτίμηση των συμπατριωτών του, και που, ως υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου A’, θα μπορούσε ίσως να προδιαθέσει ευνοϊκά τη στάση της Ρωσίας σε ενδεχόμενη ελληνική επανάσταση. Η πειθώ του Ξάνθου συνάντησε τον ενθουσιασμό του νεαρού και άπειρου στα πολιτικά πράγματα πρίγκιπα· έτσι δεν ήταν δύσκολη η αποδοχή των προτάσεων των Φιλικών από τον Υψηλάντη, ο οποίος, αφού κατηχήθηκε σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανονισμούς (παίρνοντας το ψευδώνυμο Καλός και τα συνθηματικά γράμματα a.p. για να υπογράφει τα έγγραφα της οργάνωσης), ονομάστηκε (με τον μετριοπαθή, αλλά και παραπλανητικό τίτλο) Γενικός Επίτροπος της Αρχής και ανέλαβε επίσημα (12 Απριλίου 1820) την αρχηγία της Φ.Ε. και της προετοιμαζόμενης πανελλήνιας εξέγερσης.
Ο Υψηλάντης δραστηριοποίησε αμέσως τον μηχανισμό της οργάνωσης: συντόνισε τις ενέργειες των ηγετικών στελεχών της Φιλικής, τροποποίησε τον κανονισμό της, αναδιοργάνωσε και διεύρυνε τις τοπικές εφορείες, προσπαθώντας να περιορίσει τις καταχρήσεις και τις άσκοπες δαπάνες. Ταυτόχρονα, ετοίμασε και κυκλοφόρησε μεταξύ των μελών έντυπα γραμμάτια με υπογραφές του ή υπογραφές πληρεξουσίων του, ώστε να καλύπτει διαχειριστικά τις εκούσιες εισφορές και τις καθιερωμένες δωρεές των ομογενών. Απαγόρευσε τη χρήση των εσόδων της Εταιρείας χωρίς την έγκρισή του, πέτυχε την αναζωπύρηση του πατριωτικού ενθουσιασμού για την προσφορά ποσών υπέρ του κοινού ταμείου, ίδρυσε κεντρική ταμιακή επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη και εξασφάλισε την ενεργότερη συμπαράσταση της Φιλογενούς Κάσας της Μόσχας, χρηματιστικού οργανισμού που κάλυπτε οικονομικά τη Φ.Ε. και χρηματοδοτούσε τις προσπάθειές της.
Στα τέλη εξάλλου του 1820 έγιναν προσπάθειες για την εξασφάλιση της στρατιωτικής πειθαρχίας του επαναστατικού στρατού: ο αδελφός του Αλεξάνδρου Δημήτριος Υψηλάντης, αξιωματικός κι αυτός του τσαρικού στρατού, συνέταξε για τη Φ.Ε. στρατιωτικό κανονισμό που καθιέρωνε την ιεράρχηση των στρατιωτικών ηγετών (πεντηκόνταρχος, εκατόνταρχος, ταγματάρχης, χιλίαρχος, πολέμαρχος) και την κατανομή των στρατιωτικών δυνάμεων σε χιλιαρχίες. Τότε καθιερώθηκε και η μορφή της σημαίας των επαναστατών με τρία χρώματα (άσπρο, μαύρο, κόκκινο) και συμβολικές παραστάσεις (από τη μια μεριά τον φοίνικα, το αόρατο μάτι και την επιγραφή «Εκ της τέφρας αναγεννώμαι»· από την άλλη, τον σταυρό μέσα σε δάφνινο στεφάνι και την επιγραφή «Εν τούτω τω σημείω νίκα»). Ο Υψηλάντης ενστερνίστηκε επίσης τα παλιά σχέδια των Φιλικών για τη συμμετοχή των Σέρβων στην επανάσταση, υιοθέτησε την πρότασή τους να αρχίσουν τις επιχειρήσεις από την Πελοπόννησο (ιδιαίτερα από τη Μάνη) και προσπάθησε να οργανώσει τον ανεφοδιασμό των Ελλήνων με όπλα (αλλά χωρίς σοβαρά αποτελέσματα).
Στο μεταξύ, στις φάλαγγες της Φιλικής προσχωρούσαν ολοένα και περισσότεροι πατριώτες. Έντονη κατηχητική δραστηριότητα παρατηρήθηκε, το διάστημα 1819-20, και στις ελληνικές παροικίες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Μόσχα, στην Οδησσό, στην Κωνσταντινούπολη, καθώς επίσης και στο Αιγαίο, στη Μικρά Ασία, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στην Πελοπόννησο και στην Κύπρο· μικρότερη επιτυχία είχαν οι απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας στην αγγλοκρατούμενη Επτάνησο. Στυλοβάτες του έργου αυτού αναδείχθηκαν, εκτός από τους τρεις ιδρυτές, ο Άνθιμος Γαζής (έδρασε κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στο Πήλιο), ο Νικόλαος Γαλάτης (ο οποίος όμως αργότερα απείλησε με προδοσία και ακριτομύθιες την υπόσταση της Φιλικής Εταιρείας, πράγμα που οδήγησε την οργάνωση στην απόφασή της να τον δολοφονήσει), ο Γεώργιος Λεβέντης (επιδίωξε να δώσει παμβαλκανικό χαρακτήρα στο έργο της Εταιρείας, μυώντας Βουλγάρους και Σέρβους οπλαρχηγούς και –μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο– τον άλλοτε ηγεμόνα των Σέρβων Καραγιώργη), ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (έδρασε με επιτυχία στα νησιά και στην Πελοπόννησο), ο Ιωάννης Φαρμάκης (πέτυχε τη μύηση κυρίως Μακεδόνων πατριωτών), ο Κωνσταντίνος Πεντεδέκας, ο Γαβριήλ Κατακάζης (υπάλληλος της ρωσικής πρεσβείας και δραστήριος κατηχητής στην Κωνσταντινούπολη), ο Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας (με το πρόσχημα του πατριαρχικού έξαρχου όργωσε κυριολεκτικά τις ηγεμονίες και την Πελοπόννησο, όπου και προετοίμασε συναισθηματικά τους κατοίκους για την επερχόμενη επανάσταση με τρόπο υποδειγματικό), ο Αριστείδης Παπάς (ένας από τους μεγαλύτερους κατηχητές της Φιλικής Εταιρείας), ο Δημήτριος Ίπατρος (εργάστηκε κυρίως στην Αίγυπτο, στην Κύπρο, στο Λίβανο και τέλος στη Μακεδονία), ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος (προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την ανταρσία του Αλή-πασά των Ιωαννίνων για την προώθηση των σκοπών της Εταιρείας), ο Διονύσιος Ρώμας (στη Ζάκυνθο), ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Αντώνιος Πελοπίδας, ο Θεόδωρος Νέγρης, ο Πάτμιος Δημ. Θέμελης, οι αληθινοί χορηγοί της οργάνωσης αδελφοί Αθανάσιος, Γεώργιος και προπάντων ο Παναγιώτης Σέκερης (ουσιαστικός αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας από την 1η Αυγούστου 1818 έως τις 12 Αυγούστου 1821), ο Σταμάτης Κουμπάρης, ο μητροπολίτης Π. Πατρών Γερμανός και άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο, γνωστοί Φιλικοί.
Η ανταρσία του Αλή Τεπελενλή, σε συνδυασμό με την απρόβλεπτη διεύρυνση της Φιλικής Εταιρείας σε πλήθος ανθρώπων, των οποίων ήταν πια αδύνατο να εξασφαλιστούν η εχεμύθεια, η περίσκεψη και η πειθαρχία, έπεισαν τους ηγέτες της οργάνωσης να επισπεύσουν την πραγματοποίηση των επαναστατικών τους σχεδίων. Αρχικά προβλεπόταν η διαμέσου του Παρισιού μετάβαση του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο και η έναρξη του αγώνα από τη Λακωνία. Οι δυσμενείς όμως περιστάσεις που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη (κυρίως στην Αυστρία, απ’ όπου έπρεπε να περάσει ο Υψηλάντης) έπεισαν τον Γενικό Επίτροπο της Αρχής να τροποποιήσει τα σχέδια και να αρχίσει, κάτω από τις γνωστές συνθήκες και με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα (Δραγατσάνι) την Επανάσταση από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Μετά την έκρηξη του κινήματος στη Μολδοβλαχία η κατάσταση ξέφυγε πια από τα χέρια της Φιλικής Εταιρείας: το έργο της άλλωστε είχε ουσιαστικά τελειώσει, αφού τα σχέδιά της για την οργάνωση της Επανάστασης και την υποκίνηση των Ελλήνων να συμμετάσχουν αθρόοι σ’ αυτή είχαν κατά κάποιον τρόπο εκτελεστεί. Η αποτυχία βέβαια στις ηγεμονίες αποδόθηκε από πολλούς στους ηγέτες της Φιλικής· εξάλλου, και στη νότια επαναστατημένη Ελλάδα έγιναν σύντονες προσπάθειες (Μαυροκορδάτος κλπ.) για την υποτίμηση του ρόλου του εκπροσώπου του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής Δημητρίου Υψηλάντη. Παρότι κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε τον αποφασιστικό ρόλο της Φιλικής Εταιρείας στην πραγματοποίηση της Επανάστασης του 1821 και δεν είναι εύκολο να αποκρούσει κανείς την άποψη ότι χωρίς τη σύσταση της Εταιρείας θα ήταν προβληματικό, αν όχι αδύνατον, να υλοποιηθούν τα σχέδια του υπόδουλου έθνους για την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό.
Έγγραφο με τις υπογραφές του Ξάνθου, Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλου και Σέκερη, που καθορίζει τους κανόνες με τους οποίους θα ενεργούν (Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, Αθήνα).
Η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας χορηγούσε στα μυμένα μέλη της εφοδιαστικά, δηλαδή κρυπτογραφημένες βεβαιώσεις για την ιδιότητά τους. Εδώ, ένα τέτοιο εφοδιαστικό, το κρυπτογραφημένο κείμενο του οποίου γράφει τα εξής: «Εις το όνομα της μελλούσης σωτηρίας, Καθιερώνω Ιερέα Φιλικόν και αφιερώνω εις την αγάπην της Φιλικής Εταιρείας και εις την υπεράσπισιν των Μεγάλων Ιερέων των Ελευσινίων τον συμπολίτην κύριον Νικόλαον Δημητρίου Σπετζιώτην, επαγγέλματος ναυτικός των καραβιών, χρόνων τριάντα, ως θερμόν υπερασπιστήν της Εταιρείας και της πατρίδος κατηχηθέντα και ορκωθέντα παρ’ εμού. Π: Σπέτζες 10 Μαρτίου 5 των Φιλικών». (Αρχείο Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας, Αθήνα).
Οι σκοποί της Φιλικής Εταιρείας, όπως καθορίζονται σ’ ένα από τα πρώτα έγγραφά της: «Η Εταιρεία συνίσταται από καθ’ αυτό Γραικούς φιλοπάτριδας και ονομάζεται Εταιρεία των Φιλικών. Ο σκοπός αυτών είναι η καλυτέρευσις του ιδίου έθνους και αν ο θεός το συγχωρήση η ελευθερία των. Μετά την συνήθη εξομολόγησιν και κατήχησιν ο ωρκωμένος προσήλυτος ας ονομάζεται Ιερεύς των Φιλικών». Η Φιλική, ωστόσο, Εταιρεία, συνήθιζε να κοινοποιεί έγγραφά της γραμμένα με κρυπτογραφικό αλφάβητο, το κλειδί του οποίου γνώριζαν μόνο οι Φιλικοί (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα).
Dictionary of Greek. 2013.